- βάλαρις
- βάλαρις,A = βρύον θαλάσσιον, Ps.-Dsc.4.98.2 = βοτάνη τρίφυλλος, Hsch.3 ([etym.] βάλλ-), = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.